Ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο και ασυναίσθητα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς τα πάνω, κάτω από την κουκούλα. Ένας κοντός ανθρωπάκος, ίσα με 1,60 στεκόταν κοιτώντας τρομαγμένος. Φορούσε γαμπριάτικο σακάκι, καλοχτενισμένος και με μια υπόνοια καράφλας. Κοτσονάτος για το σουλούπι του. Που να σε πάρει ο...., σκέφτηκε ενώ χαμήλωνε την ένταση της μουσικής του mp3 του.
-Γειαααααα!! Τι γίνεσαι Κώστα;
-Ε....
Ξάπλα ο Κώστας αναίσθητος. Έλα ρε, πρωτότυπο! Ανέβασε και πάλι τη μουσική ενώ έμπαινε η εισαγωγή του Highway to hell. Τράβηξε και στερέωσε τον Κώστα στο παγκάκι που καθόταν και του έριξε 2 χαστούκια.
-Μην ξανατεζάρεις, φτάνει για σήμερα! Χαμηλώνει πάλι τη μουσική.
-Είσαι ο.... ψέλισε ο Κώστας με τρόμο.
-Ο Μπόμπ Σφουγγαράκης!
-Και εγώ....
-Ναι, ναι, και εσύ! Τι περίμενες; Να τη γλιτώσεις;
-Μα ήμανε νέος ακόμα...
-Ε δεν ήσουν και παλικαράκι όπως ήσουν στα ογδόντα.
-Μα σε παρακαλώ, λίγο ακόμα.
-Άντε επειδή είσαι εσύ. Κλείσε τα μάτια. Μην κάνεις ματάκι!
Δέκα λεπτά περνούν μέχρι ο Κώστας να το πάρει απόφαση ότι δεν έχει χάρες. Σηκώνεται τρεκλίζοντας και κοιτάζει γύρω του.
-Δεν έχει να δεις κάτι, είσαι έτοιμος; Έχει δρόμο.
-Ε... δεν έχω λεφτά για την κούρσα.
-Θα σου βάλω δόσεις.
-Και δε βλέπω και το ποτάμι. Απαντάει με στόμφο.
-Το μπαζώσαμε για να κάνουμε νέα εθνική οδό. Θα πάμε με τα πόδια.
-Πολύ τον έξυπνο δεν κάνεις; Άντε κουνήσου.
Ξεκίνησαν το περπάτημα ενώ για ακόμα μία φορά δυνάμωσε τη μουσική. Έτσι όπως πήγαιναν στη μέση του πουθενά σκόνταψε και παραλίγο να πέσει, τελευταία στιγμή στηρίχτηκε στο κοντάρι. Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι πάνω-κάτω υποτιμητικά και φάνηκε να λέει κάτι.
-Μη με κόβεις πάνω στο καλό, τι θες πάλι;
-Που πάμε ακριβώς; Εδώ και πόση ώρα δεν έχω δει τίποτα, στην κυριολεξία!
-Μη βιάζεσαι, θα πάθεις τίποτα από το άγχος! Φτάνουμε σε λίγο, είσαι έτοιμος;
-Έτοιμος για τι;
-Ε θα σε ρωτήσουν τι έκανες, τι δεν έκανες, τι μετάνιωσες, τι όχι. Εδώ που τα λέμε τι μέρος του λόγου είσαι; Να ξέρω να προσέχω αν είναι, μη μου κάνεις κάνα κακό. Γέλασε για λίγο.
-Τς τς τς, τι τομάρι. Λοιπόν, το όνομά μου το ξέρεις, λογιστής στο επάγγελμα, 2 παιδιά....
-Η ζωή σου με εξιτάρει, πες μου κι άλλα.
-Σκάσε και περπάτα ρε!
Πήρε αέρα νωρίς αυτός. Που είναι το remote;;; Ψαχούλεψε για λίγο τα ρούχα του και έπιασε ένα μικρό τηλεχειριστήριο, πάτησε 2-3 κουμπιά και κοντοστάθηκε. Ο Κώστας συνέχισε χωρίς να καταλάβει. Μετά από μερικά βήματα ένιωσε τη γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια του και να πέφτει. Αμέσως σταθεροποιήθηκε για να βρεθεί κάτω από το νερό δίπλα σε έναν καρχαρία και πάλι πίσω στην αρχή ζωσμένος από μπλε φλόγες. Πριν προλάβει να καταλάβει τι γινόταν όλα εξαφανίστηκαν. Γύρισε προς τα πίσω με γουρλωμένα μάτια.
-Έλα τώρα, κι οι δυο μας ξέρουμε πως και γιατί. Να μιλάς πιο όμορφα.
-Μ...μμμ...μάλιστα.
-Έχεις και βαρετούς φόβους τρομάρα σου! Δε γινόταν να φοβάσαι τα live των Rammstein;
Ξαναέβαλε μουσική και συνέχισε το περπάτημα. Μετά από λίγο έφτασαν σε μια πόρτα, έγνεψε του Κώστα προς τα εκεί και γύρισε στην κατεύθυνση που ήρθαν.
*Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν της φαντασίας μου σιγονταρησμένης από τη συγγραφέα της διλογίας "Μετά θάνατον" και επηρεασμένης από την προαναφερθείσα διλογία.
:D "...τα live των Rammstein". Χααααχαχαχαχαχαχαχα! :D
ΑπάντησηΔιαγραφή